- πολύθερμος
- πολύθερμοςvery hotmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύθερμος — ον, Α 1. πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερμός (< θέρμη), πρβλ. ολιγό θερμος] … Dictionary of Greek
πολύθερμον — πολύθερμος very hot masc/fem acc sg πολύθερμος very hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμου — πολύθερμος very hot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμους — πολύθερμος very hot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμων — πολύθερμος very hot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμῳ — πολύθερμος very hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμα — πολύθερμος very hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμοι — πολύθερμος very hot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek